συντροφίας

συντροφίας
συντροφίᾱς , συντροφία
common nurture
fem acc pl
συντροφίᾱς , συντροφία
common nurture
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Γρηγοριάδου-Σουρέλη, Γαλάτεια — (Καβάλα 1930 –). Λογοτέχνης. Σπούδασε κοινωνική λειτουργός στις σχολές γενικών σπουδών Δαμασκός και δημοσιογραφία. Πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1954 με διηγήματά της που περιέχονται στο συλλογικό έργο Κόκκινη κλωστή δεμένη.… …   Dictionary of Greek

  • μπασέ — (γερμ. Dachshund, Teckel). Κυνηγετικό σκυλί, παλαιότατης γερμανικής καταγωγής, εξαιρετικά μακρόσωμο σε αντίθεση με τα πολύ κοντά άκρα του. Παρά τις εμφανείς δυσαναλογίες του, δεν είναι δυσάρεστο ζώο, αλλά υπερήφανο, ζωηρό και έξυπνο. Διατηρείται… …   Dictionary of Greek

  • δαχτυλιδάκι — το 1. μικρό δαχτυλίδι 2. παιχνίδι συντροφιάς παρακαθημένων, όπου ένα δαχτυλίδι περιφέρεται κρυφά από χέρι σε χέρι …   Dictionary of Greek

  • εγκιθαρίζω — ἐγκιθαρίζω (Α) παίζω κιθάρα στο μέσο συντροφιάς ή ομάδας …   Dictionary of Greek

  • εταιρειώτης — ἑταιρειώτης, ὁ (ΑΜ) [εταιρεία] μσν. στο Βυζάντιο, αυτός που ανήκει στην εταιρεία, στρατιωτική μονάδα τής βασιλικής φρουράς αρχ. μέλος εταιρείας, συντροφιάς, συλλόγου …   Dictionary of Greek

  • μπουλντόγκ — (bulldog). Ράτσα σκύλου αγγλικής καταγωγής, που χρησιμοποιείται ως φύλακας. Μέχρι τα μέσα του 19ου αι. το χρησιμοποιούσαν στους αγγλικούς στίβους για τους αγώνες κατά των ταύρων (από αυτό προήλθε και το όνομά του bull = ταύρος, dog = σκύλος). Το… …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκίδες ή λουλού — Έτσι ονομάζονται οι σκύλοι συντροφιάς, οι οποίοι όμως είναι και καλοί σκύλοι φύλαξης, επειδή είναι εξαιρετικά προσεκτικοί. Υπάρχουν διάφοροι τύποι, που όλοι χαρακτηρίζονται από ζωηρή και τρυφερή ιδιοσυγκρασία. Ιδιαίτερα γνωστό είναι το λουλού της …   Dictionary of Greek

  • Αμπελάκια — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 434 κάτ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στις ΒΔ πλαγιές της Όσσας και αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας Ιστορία.Η ανάγνωση επιγραφών βεβαιώνει πως τα Α. υπήρχαν τον 16ο αι.· σε αυτή την εποχή φαίνεται να… …   Dictionary of Greek

  • Βαλάση, Ζωή — (Αθήνα 1945 ). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και ιδιαίτερα με την κριτική βιβλίου, την πεζογραφία και την παιδική λογοτεχνία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”